- πιστότης
- πιστότηςgood faithfem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πιστότητα — πιστότης good faith fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πιστότητι — πιστότης good faith fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πιστότητος — πιστότης good faith fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πιστότητα — η / πιστότης, ητος, ΝΑ [πιστός (Ι)] η ιδιότητα τού πιστού, το να είναι κανείς πιστός, άξιος εμπιστοσύνης νεοελλ. 1. ακρίβεια, γνησιότητα («η πιστότητα τής μετάφρασης») 2. μετρολ. προσόν ενός οργάνου μετρήσεων το οποίο χαρακτηρίζεται από το… … Dictionary of Greek
ՀԱՒԱՏԱՐՄՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 2 0078 Chronological Sequence: Early classical, 6c, 8c, 10c, 11c, 12c գ. πιστότης fidelitas. Հաւատարիմ գոլն. մտերմութիւն. անկեղծութիւն. *Ոչ արար ուղղութիւն հաւատարմութեամբ. ՟Դ. Թագ. ՟Ժ՟Զ. 2: *Ստուգէր նմա զիւր հաւատարմութիւն. Եղիշ. ՟Դ:… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)